μίνα
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
(I)
η (Μ μίνα)
υπόνομος με γόμωση από εκρηκτική ύλη για ανατίναξη
νεοελλ.
1. όρυγμα
2. φρ. α) «μίνα της μπαρούτης»
(ναυτικός όρος τών πυρπολητών του 1821) φρεάτιο ανοιγμένο στην πρύμνη του πυρπολικού στο οποίο τοποθετούνταν αναμμένα κάρβουνα για μετάδοση της φωτιάς στις εκρηκτικές ύλες
β) «μίνα της φωτιάς»
(όρος τών πυρπολητών του Αγώνα) μικρό άνοιγμα στο κατάστρωμα του πυρπολικού κάτω από το πρόστεγο γεμάτο με εύφλεκτες ύλες, το οποίο επικοινωνούσε με τη μίνα της μπαρούτης
γ) «βάζω μίνες» — υπονομεύω με λόγια ή με έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mina].
(II)
μίνα, ἡ (Μ)
μέτρο χωρητικότητας υγρών ίσο με τρεις λίτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ. λατ. mina < λατ. hemina «κοτύλη»].