μαίνουλα

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

η
το ψάρι μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. -ουλα].