μαγειροχιτώνας

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ο
1. είδος ενδύματος που φορεί ο μάγειρος κατά την ώρα της εργασίας του
2. χοντρός χιτώνας που έχει βαθύ κυανό χρώμα και φοριέται από τους στρατιώτες κατά τις ώρες τών ασκήσεων ή της καθαριότητας ή όταν εκτελούν χρέη μαγείρου στο στρατιωτικό μαγειρείο.