μακέλλη

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. μάκελλον.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκέλλη: ἡ ион. = μάκελλα.