μακέλλη

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. μάκελλον.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκέλλη: ἡ ион. = μάκελλα.