μακέλλη

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. μάκελλον.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκέλλη: ἡ ион. = μάκελλα.