μακρηγορώ
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
(AM μακρηγορῶ, -έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) μακρήγορος
μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ.