μακρηγορώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM μακρηγορῶ, -έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) μακρήγορος
μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ.
(AM μακρηγορῶ, -έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) μακρήγορος
μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ.