μακρινάρι

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

και μακρυνάρι, το
1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος
2. μακρύς διάδρομος
3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. του ουδ. του αμάρτυρου επιθ. μακρινάριος].