μακρολογώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

(AM μακρολογῶ, -έω) μακρολόγος
1. μιλώ διεξοδικά, μακρηγορώ, πολυλογώ
2. απεραντολογώ, φλυαρώ.