μακρομούρης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο και μακρομούρικος, -η, -ο
αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακριά μούρη, μακροπρόσωπος.