μακρότατος

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

French (Bailly abrégé)

v. μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακρότατος: superl. к μακρός.