μακρῶς

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
longuement;
Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.
Étymologie: μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακρῶς:
1 далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);
2 долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).