ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
ο1. αυτός που αυνανίζεται2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].