Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
Full diacritics: μανδακηδόν | Medium diacritics: μανδακηδόν | Low diacritics: μανδακηδόν | Capitals: ΜΑΝΔΑΚΗΔΟΝ |
Transliteration A: mandakēdón | Transliteration B: mandakēdon | Transliteration C: mandakidon | Beta Code: mandakhdo/n |
v. sub μανδάκης.
μανδακηδόν (Α)
επίρρ. κατά δέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανδάκης «δεμάτι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν)].