μαξιλαρώνω

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378

Greek Monolingual

μαξιλάρι
1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια
2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή του θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.