μαξιλαρώνω
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
Greek Monolingual
μαξιλάρι
1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια
2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή του θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.