δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
μαξιλάρι1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή του θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.