μαξιλαρώνω

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

μαξιλάρι
1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια
2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή του θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.