μαξιλαρώνω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

μαξιλάρι
1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια
2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή του θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.