αποδοκιμάζω

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποδοκιμάζω)
δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο
νεοελλ.
1. κατακρίνω, ψέγω
2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά»)
αρχ.-μσν.
δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + δοκιμάζω
Το απλό ρ. δοκιμάζω (< δοκιμή) σημαίνει την αποδοχή κατόπιν δοκιμής. Η σημασία της αποδοχής αίρεται στη σύνδεση με το προρρηματικό απο- (σε αντίθεση προς σύνθετα, όπως το απο-δέχομαι, όπου η παρουσία του προρρηματικού δεν αίρει, αλλά επιτείνει τη σημ. του ρήματος: αποδέχομαι = δέχομαι πλήρως, απολύτως), που έτσι φτάνει στη σημασία του «απορρίπτω»].