μασκαρατζίκος
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Greek Monolingual
ο
1. άνθρωπος που κάνει μικροαπατεωνίες
2. (θωπευτικά) πονηρούλης, καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (II) + κατάλ. -τζίκος].