μασούρι
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
Greek Monolingual
το
1. το κυλινδρικό εξάρτημα της σαΐτας του αργαλειού ή της ραπτομηχανής γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, αλλ. καρούλι
2. καθετί που έχει το σχήμα ή μοιάζει με αυτό το όργανο («ένα μασούρι κανέλα»
3. πηνίο, κουβαρίστρα
4. στήλη με κέρματα ή δέσμη χαρτονομισμάτων
5. φρ. «τά κάνει [ή τά έχει] μασούρι» — αποταμιεύει πολλά χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασούριον < τουρκ. masura].