ματαίωμα

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ματαίωμα: τό, ματαίωσις, Ἑρμᾶς, ἔκδ. Auger καὶ Dind. σ. 61, 25.

Greek Monolingual

ματαίωμα, τὸ (Α) ματαιώνω
η ματαίωση.