ματαιοκόπος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.

Greek Monolingual

ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνοκόπος)].