ματιάζω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

μάτι
1. ρίχνω το βλέμμα μου ή τη ματιά μου πάνω σε κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο
2. βασκαίνω κάποιον ή κάτι με το βλέμμα μου ή με τον υπερβολικό θαυμασμό μου («δεν έχω μάτι που ματιάζει»)
3. σκοπεύω, σημαδεύω («το μάτιασα και με την πρώτη το 'ριξα»)
4. φρ. «το μάτιασα» — έβαλα κάτι στο μάτι, κάτι μού κίνησε την επιθυμία να το αποκτήσω.