ματόκλαδο

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

και ματοκλάδι το
1. βλεφαρίδα
2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια
οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό-φυλλα και ματο-τσύνουρο (< κύναρος «είδος αγκαθιού»)].