μαυράδι
From LSJ
το (Μ μαυράδι)
μικρό μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
φρ. «το μαυράδι του ματιού» — η κόρη του ματιού
μσν.
καμένο μέρος («λοιπὸν πηγαίνω στὸ βουνὶν ὁπού 'ναι τὸ μαυράδι», Γαδ. διηγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -άδι (πρβλ. κοκκινάδι)].