μαυροφέρνω

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

φαίνομαι μαύρος, έχω τις αποχρώσεις του μαύρου χρώματος («σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά, που μαυροφέρνουνε», Παλαμ.).