μαυροφόρος

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. ο μαυροντυμένος, αυτός που φοράει μαύρα ρούχα («πως δίδουνε πολλή τιμή σ' αυτό το μαυροφόρο», Ερωτόκρ.)
2. συνεκδ. αυτός που πενθεί.