μαυρότεχνος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
μαυρότεχνος, -η, -ον (Μ)
1. (υβριστικά) αυτός που ασχολείται με τη μαύρη τέχνη, με τη μαγεία
2. αυτός που είναι σιδεράς και λερώνεται από το κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλίτεχνος].