μαχαιροπίρουνο

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

το
1. ζεύγος από επιτραπέζιο μαχαίρι και πιρούνι
2. στον πληθ. τα μαχαιροπίρουνα
σύνολο από επιτραπέζια μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια.