Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
μαχαίρι
1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι
2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι
αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος του αγώνα»).