μεγαληγόρος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
German (Pape)
[Seite 105] großprahlend, μεγάλα μεγαληγόρων κλύων ἀνοσίων ἀνδρῶν, Aesch. Spt. 547; Xen. Cyr. 7, 1, 17 u. Sp. – Long. 8 vom Styl, erhaben. – Adv., Poll. 9, 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se vante.
Étymologie: μέγας, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰληγόρος: хвастливый, похваляющийся Aesch., Xen.