хвастливый
From LSJ
Russian > Greek
ψευδαλαζών, ἰόμωρος, κεναυχής, περίκομπος, ἀλαζονικός, ἀλαζών, μεγαληγόρος, μεγάλαυχος, καυχήμων, κομπώδης
ψευδαλαζών, ἰόμωρος, κεναυχής, περίκομπος, ἀλαζονικός, ἀλαζών, μεγαληγόρος, μεγάλαυχος, καυχήμων, κομπώδης