μεγαλουργώ

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(ΑM μεγαλουργῶ, -έω, Α και μεγαλοεργῶ) μεγαλουργός
επιχειρώ και εκτελώ μεγάλα έργα.