μεγαλότητα
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, -ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) μεγάλος
μέγεθος
νεοελλ.-μσν.
μεγαλείο, λαμπρότητα
μσν.
ισχύς, δύναμη.