μεθεπόμενος
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
-η, -ο
ο μετά τον επόμενο, ο τρίτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑπόμενος, επιθετικοπ. μτχ. ενεστ. του ρ. ἕπομαι «ακολουθώ»)].