μεθεπόμενος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο μετά τον επόμενο, ο τρίτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑπόμενος, επιθετικοπ. μτχ. ενεστ. του ρ. ἕπομαι «ακολουθώ»)].