Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
οαυτός που συνεχώς μεθάει, οινοπότης, κρασοπατέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθυστής + μεγεθ. κατάλ. -ακας (πρβλ. χάντακας].