μειλιχιότητα
From LSJ
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
Greek Monolingual
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.
πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter
η μειλίχιος
1. η ιδιότητα του μειλίχιου, πραότητα, ηπιότητα, γλυκύτητα
2. συνεκδ. ευπροσηγορία, καταδεκτικότητα, προσήνεια.