μελής

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

(I)
-ιά, -ί μέλι
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού.
(II)
μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)
(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.