Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(I)-ιά, -ί μέλιαυτός που έχει το χρώμα του μελιού. (II)μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.