μελανόμαυρος

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

-η, -ο
σκοτεινόμαυρος, με βαθύ μαύρο χρώμα, πολύ μελαχρινός, μελαψός.