μελισσοκράς

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοκράς Medium diacritics: μελισσοκράς Low diacritics: μελισσοκράς Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΚΡΑΣ
Transliteration A: melissokrás Transliteration B: melissokras Transliteration C: melissokras Beta Code: melissokra/s

English (LSJ)

(parox. cod.)· ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκράς: -ᾶτος, ὁ καὶ ἡ, «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἡ μέλιτι κεκραμένη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελισσοκράς ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῖα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελισσοκράς (< μέλισσα + -κρας < κεράννυμι)].