μελισσώνας
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
Greek Monolingual
ο, και μελισσώνα, η (ΑM μελισσών, -ῶνος, Α αττ. τ. μελιττών, Μ και μελισσώνας και μελισσιώνας)
τόπος κατάλληλος για την εκτροφή μελισσών, μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο, μελισσοτόπι («καὶ Ἰάαλ δρυμὸς ἦν μελισσῶνος κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελών)].