μελλόγαμπρος

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

ο (ΑM μελλόγαμβρος, Μ και μελλογαμβρός)
αυτός που πρόκειται να γίνει γαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γαμπρός].