μελλόγαμπρος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
ο (ΑM μελλόγαμβρος, Μ και μελλογαμβρός)
αυτός που πρόκειται να γίνει γαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γαμπρός].