μεμαλώς

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

Greek Monotonic

μεμᾱλώς: Δωρ. αντί μεμηλώς, μτχ. παρακ. του μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μεμᾱλώς: дор. (= μεμηλώς) part. pf. к μέλω.