μενεξές

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο
άλλη ονομασία της βιολέτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. menekse].