μεριμνηματικός

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

German (Pape)

[Seite 134] die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνηματικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ μερίμνης προξενούμενος, ὀνείρατα Ἀρτεμίδ. 1. 6.

Greek Monolingual

μεριμνηματικός, -ή, -όν (Α) μερίμνημα
1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία
2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.).