μεσέγγυον
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
τό, deposit, IG 7.3172.69 (Orchom. Boeotian).
Greek Monolingual
μεσέγγυον, τὸ (Α)
1. μεσεγγύημα
2. παρακαταθήκη
3. ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.].