μεσαμβρινός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
v. μεσημβρινός.
Greek Monolingual
μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
Greek Monotonic
μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.
German (Pape)
ion. = μεσημβρινός.