μεσεγγυούχος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + -οῦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].