μεσούρανα

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

και μεσοούρανα, τα
1. το μέσον του ουρανού
2. (ως τοπ. επίρρ.) μεσούρανα και μεσοούρανα
στο μέσο του ουρανού, μεσουρανίςμεσούρανα φάνηκε το άστρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ουρανός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. μεσούρανος].