μετάλλευση

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η (Α μετάλλευσις) μεταλλεύω
η αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλεύματος, εκμετάλλευση, μεταλλεία
στον πληθ. αἱ μεταλλεύσεις
τα μεταλλευτικά έργα.